- άκλαστος
- (I)-η, -ο [κλάνω]1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής.————————(II)-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.
Dictionary of Greek. 2013.